περιπλεούσας

περιπλεούσας
περιπλεούσᾱς , περιπλέω
sail
pres part act fem acc pl (epic doric ionic)
περιπλεούσᾱς , περιπλέω
sail
pres part act fem gen sg (doric)
περιπλεούσᾱς , περιπλέω
sail
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
περιπλεούσᾱς , περιπλέω
sail
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εποκέλλω — ἐποκέλλω (Α) 1. σπρώχνω στην ξηρά, ρίχνω έξω («ἐπώκελλον γὰρ τὰ πλοῑα τετιμημένα χρημάτων», Θουκ.) 2. (αμτβ.) (για πλοία) εξοκέλλω, καθίζω («καὶ μίαν μὲν ἐποκείλασαν κατὰ τὸ ἱερὸν τοῡ Πρωτεσιλάου», Θουκ.) 3. εισέρχομαι, εισπλέω («ταύτας δὲ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”